γαστροφορώ

From LSJ

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source

Greek Monolingual

γαστροφορῶ (-έω) (Α)
(για λαγήνι με κρασί) έχω μέσα στην κοιλιά μου.