γαστροφορώ

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364

Greek Monolingual

γαστροφορῶ (-έω) (Α)
(για λαγήνι με κρασί) έχω μέσα στην κοιλιά μου.