τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
γελωτουργός, -όν (Μ)αυτός που προκαλεί το γέλιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γέλως (-ωτος) + -ουργός < έργον].