γινάτι

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Greek Monolingual

και γενάτι και ινάτι, το
1. πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη
2. αντιπάθεια που προέρχεται από πείσμα, εχθρική διάθεση, μίσος («τον πιάσανε τα γινάτια»)
3. παροιμ. «το γινάτι βγάζει μάτι» — το πείσμα οδηγεί σε απάνθρωπη συμπεριφορά ή βλάπτει τον ίδιο τον πείσμονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. inat].

Translations

stubbornness

Arabic: عِنَاد‎; Azerbaijani: inadkarlıq; Belarusian: упартасць; Breton: pennegezh; Bulgarian: упоритост, инат; Catalan: tossuderia, entercament; Chinese Mandarin: 頑固, 顽固, 固執, 固执; Czech: tvrdohlavost; Danish: stædighed; Dutch: halsstarrigheid; Faroese: treiskleiki, treiskni, tvørskapur; Finnish: itsepäisyys, jääräpäisyys; French: entêtement; German: Sturheit; Greek: πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι; Ancient Greek: ἀντιπαράταξις, ἀτεραμνότης, αὐθάδεια, αὐθαδία, σκληρότης, τὸ ἀτειρές, χαλεπότης; Hungarian: csökönyösség; Icelandic: þrjóska; Irish: ceanndánacht; Italian: cocciutaggine, testardaggine, ostinazione; Japanese: 頑固; Korean: 완고; Kashubian: ùpartosc; Latin: obstinatio; Macedonian: твр́доглавост, своеглавост, упорност, инает, инат; Old English: ānwilnes; Polish: upór, upartość; Portuguese: teimosia; Romanian: încăpățânare; Russian: упрямство, упорство, твердолобость, упёртость; Serbo-Croatian Cyrillic: тврдо̀главо̄ст, упорно̄ст; Roman: tvrdòglavōst, upórnōst; Slovak: tvrdohlavosť; Slovene: trmoglavost, trma; Spanish: testarudez, terquedad, cerrazón, cabezonería; Tagalog: kalig-inan, lig-in, baltik; Thai: ความดื้อรั้น; Turkish: inatçılık; Ukrainian: упертість