γκρινιάζω
From LSJ
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
Greek Monolingual
και γρινιάζω (Μ γρυννίζω) γκρίνια
1. παραπονούμαι συνεχώς, μεμψιμοιρώ
2. μουρμουρίζω
3. ενοχλώ κάποιον με τα παράπονα μου
4. (για μωρά) κλαψουρίζω.