γλαυκόχρως

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437

English (Slater)

γλαυκόχρως grey-coloured, silver-grey cf. Leumann, Hom. Wörter, 152. γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας (O. 3.13) cf. Bacch. 11. 29.

Spanish (DGE)

-χροος
de color brillante, verde blanquecino o grisáceo ᾧ ... ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας Pi.O.3.13, γλαυκόχροα θαλλὸν ἐλαίης Nonn.D.22.72.

German (Pape)

οος, ἐλαία, bläulich an Farbe, Pind. Ol. 3.13; Sp. von Augen.

Russian (Dvoretsky)

γλαυκόχρως: οος adj. зеленоватый, светло-зеленый (ἐλαία Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλαυκόχρως -οος γλαυκός, χρόα met een blauwgroene kleur. Pind.