γλοία

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλοία Medium diacritics: γλοία Low diacritics: γλοία Capitals: ΓΛΟΙΑ
Transliteration A: gloía Transliteration B: gloia Transliteration C: gloia Beta Code: gloi/a

English (LSJ)

or γλοιά, ἡ, = γλία, glue, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

γλοία: ἢ γλοιά, ἡ, = γλία, κόλλα, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και γλία, η (AM γλία, Α και γλοία και γλοιά)
κόλλα, κολλώδης ουσία·