γλυφίδα
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
Greek Monolingual
η (AM γλυφίς) γλύφω
το γλύφανο
νεοελλ.
διακοσμητική προεξοχή
αρχ.
1. αιχμή βέλους
2. βέλος
3. κιονόκρανο.