γρανιτώδης

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

-ες
1. αυτός που περιέχει ή αποτελείται από γρανίτη
2. αυτός που μοιάζει με γρανίτη
3. σκληρός, ανθεκτικός, σταθερός.