γυαλιστερός

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό γυαλιστός
1. στιλπνός, λαμπερός
2. λουστραρισμένος, στιλβωμένος.