γυρογυριά

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source

Greek Monolingual

η
1. κυκλοειδές σχήμα
2. (ως επίρρ.) τριγύρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γύρο, γύρο + (κατάλ.) -ιά].