Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
η (AM γύμνασις)σωματική ή πνευματική άσκηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνάζομαι (πρβλ. γυμνάζω)].