δάσωμα

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source

Greek Monolingual

το (Μ δάσωμαν) δασώνω
1. το δάσος
2. (για μαλλιά) η πυκνότητα.