δήμευση

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source

Greek Monolingual

η (AM δήμευσις) δημεύω
η κατάσχεση από το Δημόσιο όλης της περιουσίας ή περιουσιακών στοιχείων κάποιου, η οποία επιβάλλεται ως ποινή ή για λόγους ασφαλείας.