ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
f.1 de δάκνω.
δήξομαι: μέλ. του δάκνω.
δήξομαι: fut. к δάκνω.
δήξομαι ind. fut. med. van δάκνω.