δίγοργο

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2

Greek Monolingual

το (Μ δίγοργον)
(βυζ. μουσ.) ένας από τους χαρακτήρες χρόνου της υποδιαίρεσης, οι οποίοι διαιρούν τη σημειογραφία της βυζαντινής μουσικής.