δαδί

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source

Greek Monolingual

το (Α δᾳδίον, Μ δαδίν)
κομμάτι από ξύλο δέντρου, συνήθως ρητινοφόρου, το οποίο χρησιμεύει ως προσάναμμα
νεοελλ.
μικρή λαμπάδα
αρχ.
θεραπευτικό επίθημα που περιείχε ρετσίνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. δαδίν < αρχ. δᾳδίον, υποκορ. του δᾴς].