δαιταλώμαι

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

δαιταλώμαι (-άομαι) (Α)
ευωχούμαι, τρώω ευχάριστα με παρέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δαιταλώμαι φαίνεται σαν να προήλθε από αμάρτ. δαίταλος < δαις (-τός) + (επίθημα) -αλος (πρβλ. δαιταλεύς)].