βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground
-ή, -όο δακρυϊκός.[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].