δασκαλόπουλο
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
Greek Monolingual
το
1. το δασκαλοπαίδι
2. (σκωπτικά) ο νεαρός ή μικρόσωμος δάσκαλος
3. παροιμ. «δασκαλόπουλα, δαιμονόπουλα» — τα μικρά παιδιά είναι ζωηρά και άτακτα.