δασκαλόπουλο
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
Greek Monolingual
το
1. το δασκαλοπαίδι
2. (σκωπτικά) ο νεαρός ή μικρόσωμος δάσκαλος
3. παροιμ. «δασκαλόπουλα, δαιμονόπουλα» — τα μικρά παιδιά είναι ζωηρά και άτακτα.