δεκατιστής

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504

Spanish (DGE)

v. δεκαδιστής.

Greek Monolingual

ο (AM δεκατιστής)
μσν.- νεοελλ.
ο δεκατευτής, αυτός που συγκεντρώνει τον φόρο της δεκάτης
νεοελλ.
παροιμ. «όταν θα 'ρθεί ο δεκατιστής, ας δεκατίσει ό,τι εύρει» — όποιος και νά 'ρθει, δεν θα μού πάρει τίποτε, γιατί δεν έχω τίποτε
αρχ.
αυτοί που γιορτάζουν με θρησκευτικές εκδηλώσεις τη δέκατη μέρα του μήνα.