δενδρύλλιο

From LSJ

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source

Greek Monolingual

το
δεντράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (υποκοριστική κατάλ.) -ύλλιο (δενδρύλλιον) (πρβλ. αλσύλλιο, δασύλλιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικό Νεοελληνικής Διαλέκτου του Σκαρλάτου Βυζαντίου].