δερματογόνος

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source

Greek Monolingual

-ο
1. όποιος παράγει δέρμαδερματογόνος ιστός»)
2. το ουδ. ως ουσ. δερματογόνο, το
το εξωτερικό επίστρωμα τών κυττάρων του αρχεφύτρου από τα οποία παράγεται ο δερμικός ιστός τών φυτών.