δευτερεία

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monolingual

δευτερεῖα, τα (ενν. ἆθλα) (Α)
1. το δεύτερο βραβείο σε αγώνα
2. η δεύτερη θέση, η δεύτερη σειρά σε κατάταξη.