δευτερόκλαδος

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δεύτερο κλάδο ή στη δεύτερη βλάστηση
2. ο δευτερότοκος.