δημοσιογραφία
From LSJ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
Greek Monolingual
η
1. το έργο, το επάγγελμα, η δραστηριότητα του δημοσιογράφου
2. το σύνολο τών δημοσιογραφικών οργάνων, οι εφημερίδες, ο Τύπος
3. ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται στον Τύπο θέματα και γεγονότα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δημοσιογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Κ. Δόσιο].