διάθλαση

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

η διαθλώ
η θλάση, η θραύση, το σπάσιμο σε δύο μέρη («διάθλαση ήχου, κυμάτων, οφθαλμού, φωτός», «διάθλαση αστρονομική, γεωδαιτική», «διπλή διάθλαση» κ.λπ.).