διάθλαση

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source

Greek Monolingual

η διαθλώ
η θλάση, η θραύση, το σπάσιμο σε δύο μέρη («διάθλαση ήχου, κυμάτων, οφθαλμού, φωτός», «διάθλαση αστρονομική, γεωδαιτική», «διπλή διάθλαση» κ.λπ.).