κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
Full diacritics: διακαλλωπίζω | Medium diacritics: διακαλλωπίζω | Low diacritics: διακαλλωπίζω | Capitals: ΔΙΑΚΑΛΛΩΠΙΖΩ |
Transliteration A: diakallōpízō | Transliteration B: diakallōpizō | Transliteration C: diakallopizo | Beta Code: diakallwpi/zw |
adorn, Hsch. s.v. πρῷρα (Pass.).
adornar en v. pas. στολὴ διακεκαλλωπισμένη τὰς ὄψεις Hsch.s.u. πρῷρα.
διακαλλωπίζω: καθ’ ὑπερβολὴν καλλωπίζω, Ἡσύχ.