διακελευστέον
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
one must direct, προστάξεις τισί Pl.Lg. 631d.
Spanish (DGE)
hay que ordenar τὰς ἄλλας προστάξεις τοῖς πολίταις εἰς ταῦτα βλεπούσας αὐτοῖς εἶναι δ. Pl.Lg.631d.
Greek (Liddell-Scott)
διακελευστέον: ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ διακελεύεσθαι, Πλάτ. Νόμ. 631D.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακελευστέον, adj. verb. van διακελεύω, er moet op gewezen worden.