διακριτικῶς

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source

Russian (Dvoretsky)

διακρῐτικῶς: отдельно, порознь (τάσσεσθαι Sext.).

Spanish

distintamente, separadamente