διαπηδώ

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

Greek Monolingual

(Α διαπηδῶ, -άω)
1. πηδώ μέσα από κάτι
2. διαρρέω, εκρέω διά μέσου.