εκρέω
From LSJ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
Greek Monolingual
(Α ἐκρέω)
1. ρέω από κάπου ή από κάτι
2. (για ποταμό) ρέω έξω ή μακριά, χύνομαι έξω, εκβάλλω
3. (για φτερά ή τρίχες) πέφτω, μαδιέμαι
4. μτφ. λειώνω, αφανίζομαι, γίνομαι άφαντος
5. λησμονιέμαι
6. (με σύστ. αιτ.) αφήνω κάτι να πέσει, χύνω, κάνω κάτι να φυλλορροήσει, εξαφανίζω («τὴν χάριν ἐξέρρευσας»).