πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
-α, -ο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διάσκεψη2. το ουδ. ως ουσ. το διασκεπτήριονο τόπος διεξαγωγής της διάσκεψης.