διαφυάς
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
English (LSJ)
διαφυάδος, ἡ, = διαφυή, D.S.1.47.
Spanish (DGE)
-άδος, ἡ
separación, fisura en una piedra, D.S.1.47, cf. διαφυή.
German (Pape)
[Seite 612] άδος, ἡ, = διαφυή, D. Sic. 1, 47, u. als v. 1. 5, 22.
Russian (Dvoretsky)
διαφυάς: άδος ἡ Diod. = διαφυή.
Greek (Liddell-Scott)
διαφυάς: -άδος, ἡ, = διαφυή, Διόδ. 1. 47, διάφ. γραφ. 5. 22.
Greek Monolingual
διαφρυάς, η (Α)
διαφυή.