διβάρι

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Greek Monolingual

το (Μ διβάριν και βιβάρι[ον])
ιχθυοτροφείο («το διβάρι της Πύλου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διβάρι(ν) ή βιβάρι(ον) < λατ. vivarium].