διεζευγμένως
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
Adv., (διαζεύγνυμι) discretely, of ratios, Nicom.Ar. 2.24.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. pas. de διαζεύγνυμι
1 mat. por transposición de proporciones, Nicom.Ar.2.23, 24.
2 separadamente ἐὰν δ. λέγωμεν ... Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1264D.
German (Pape)
[Seite 617] getrennt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διεζευγμένως: ἐπίρρ. (διαζεύγνυμι) χωριστά, κεχωρισμένως, Ἰουστῖν. Μ.