διεθνοποίηση
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
Greek Monolingual
η
1. το να γίνεται ένα ζήτημα διεθνές
2. (για κράτη) η διακυβέρνηση από διεθνή επιτροπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου
πρβλ. αγγλ. και γαλλ. internationalisation. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Αιών].