διεκθλίβω

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source

Spanish (DGE)

fig. oprimir en v. pas. ἡμᾶς διὰ τῆς ... ἐπιπόνου ὁδοῦ διεκθλιβομένους Ps.Caes.211.11.

Greek Monolingual

εκθλίβω
αναγκάζω κάτι με πίεση να περάσει μέσα από κάτι άλλο.