διεξαΐσσω
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
English (LSJ)
Att. διεξᾴττω, rush forth, Theoc.13.23, Arist. Mu.394b15, 397a31.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ᾴττω
1 surgir, levantarse (ἄνεμοι) ἐκ κόλπων διεξᾴττοντες Arist.Mu.394b15, cf. 397a31.
2 pasar entre, superar atravesando οὐχ ἅψατο συνδρομάδων ναῦς, ἀλλὰ διεξάιξε Theoc.13.23.
German (Pape)
[Seite 619] att. διεξᾴττω, schnell herausfahren, von Winden, Arist. mund. 4; vgl. Theocr. 13, 23.
French (Bailly abrégé)
att. διεξᾴττω ou διεξάττω;
ao. 3ᵉ sg. διεξάϊξε;
s'échapper avec impétuosité, s'élancer.
Étymologie: διά, ἐξαΐσσω.
Russian (Dvoretsky)
διεξᾱΐσσω: атт. стяж. διεξᾴττω или διεξάττω с силой прорываться (διεξάττοντες ἄνεμοι Arst.; ναῦς διεξάϊξε Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
διεξᾱΐσσω: Ἀττ. -ᾴττω, ἐξορμῶ, Θεόκρ. 13. 23, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 10., 5, 12.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
διεξᾱΐσσω: Αττ. -άττω, μέλ. -ξω, εξορμώ δια μέσου, σε Θεόκρ.