διογκώνω

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131

Greek Monolingual

(AM διογκῶ -όω) ογκώ
1. μεγαλώνω τον όγκο κάποιου πράγματος
2. (-ομαι) φουσκώνω, πρήζομαι
νεοελλ.
δίνω μεγαλύτερες διαστάσεις σε κάτι ή του αποδίδω μεγαλύτερη σημασία απ' όση πραγματικά έχει
αρχ.
διογκούμαι
1. υπερηφανεύομαι
2. (για νερό λίμνης κ.λπ.) πλημμυρίζω.