διογκώνω
From LSJ
Greek Monolingual
(AM διογκῶ -όω) ογκώ
1. μεγαλώνω τον όγκο κάποιου πράγματος
2. (-ομαι) φουσκώνω, πρήζομαι
νεοελλ.
δίνω μεγαλύτερες διαστάσεις σε κάτι ή του αποδίδω μεγαλύτερη σημασία απ' όση πραγματικά έχει
αρχ.
διογκούμαι
1. υπερηφανεύομαι
2. (για νερό λίμνης κ.λπ.) πλημμυρίζω.