δουρίφατος
From LSJ
τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
English (LSJ)
δουρίφατον, slain by the spear, Opp.H.4.556.
Spanish (DGE)
(δουρίφᾰτος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
muerto por la lanza δουριφάτους κονίης τε καὶ αἵματος ἐξανελόντες Opp.H.4.556.
German (Pape)
[Seite 663] vom Speere getödtet, Opp. Hal. 4, 556.
Greek (Liddell-Scott)
δουρίφᾰτος: -ον, διὰ τοῦ δόρατος πεφονευμένος, Ὀππ. Ἁλ. 4. 556.
Greek Monolingual
δουρίφατος, -ον (Α)
σκοτωμένος με δόρυ.