δρομώ

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330

Greek Monolingual

(I)
και δρομάω (Α δρομῶ, -άω)
τρέχω
νεοελλ.
παίρνω δρόμο, πορεύομαι.
(II)
δρομῶ (-όω) (Α)
επισπεύδω.