δυσδιέξακτος
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
δυσδιέξακτον, hard to pass, βίος Porph.Abst.4.18.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de pasar, difícil de vivir ὁ βίος Porph.Abst.4.18.
German (Pape)
[Seite 678] schwer durch (bis ans Ende) zu führen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιέξακτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ διέλθῃ τις, βίος Πορφύρ. π. Ἀποχ. 4. 18.