εγκύπτω
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(AM ἐγκύπτω)
1. σκύβω και εξετάζω με προσοχή
2. (για μελέτες) καταγίνομαι με ζήλο
αρχ.
1. σκύβω
2. (για δάχτυλα) λυγίζομαι.