εδεπά

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek Monolingual

επίρρ.
1. εδώ, εδώ κοντά, κάπου κοντά
2. (για κίνηση) κατά δω
3. (με τον σύνδ. ως) α) ακόμη και τώρα
β) τότε πια.