εθελήμων

From LSJ

Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh

Menander, Monostichoi, 204

Greek Monolingual

ἐθελήμων, -ον (Α)
εκούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του εθελημός].