εκατομμυριούχος

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που έχει περιουσία ή ρευστό χρήμα αξίας ενός ή περισσότερων εκατομμυρίων
2. ο πάρα πολύ πλούσιος, ο βαθύπλουτος.